- εὐπάρᾳος
- εὐπᾰρᾳος, -ον1 fair cheeked εὐπαρᾴου Μεδοίσας (Bergk: εὐπαράου, codd., def. Forssman, 152) P. 12.16
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ευπάραος — εὐπάραος, ον (Α) δωρ. τ., βλ. εὐπάρειος … Dictionary of Greek
εὐπάραον — εὐπάρᾱον , εὐπάραος masc/fem acc sg (doric) εὐπάρᾱον , εὐπάραος neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπάρειος — εὐπάρειος, ον (ΑΜ) και δωρ. τ. εὐπάραος, ον αυτός που έχει ωραίες παρειές, ο καλλιπάρειος («εὐπαράου... Μεδοίσας», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρειος (< παρειά), πρβλ. λευκο πάρειος, μηλο πάρειος] … Dictionary of Greek
εὐπαράου — εὐπαρά̱ου , εὐπάραος masc/fem/neut gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)